γενειάδα

γενειάδα
και γενεάδα, η (AM γενειάς, -άδος) [γένειον]
γένεια
αρχ.
στον πληθ. αἱ γενειάδες
τα μάγουλα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γενειάδα — η τα μακριά γένια: Ζωγράφισε τον Αϊ Βασίλη με κόκκινη στολή και λευκή γενειάδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γενειάδα — γενειάς beard fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… …   Dictionary of Greek

  • Καμπότζη — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Καμπότζης Έκταση: 181.040 τ. χλμ. Πληθυσμός: 12.775.324 (2002) Πρωτεύουσα: Πνομ Πενχ (999.804 κάτ. το 1998)Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας, στη χερσόνησο της Ινδοκίνας. Συνορεύει στα Δ και στα ΒΔ με την Ταϊλάνδη,… …   Dictionary of Greek

  • γενιά — Το σύνολο των τριχών που φυτρώνουν στα μάγουλα και στο πιγούνι των ανδρών. Δεν είναι εξακριβωμένη η εποχή κατά την οποία ο άνθρωπος άρχισε να ξυρίζεται, αλλά τα αιγυπτιακά μνημεία των πρώτων δυναστειών που απεικονίζουν πρόσωπα τελείως ξυρισμένα… …   Dictionary of Greek

  • κλανομούστακος — κλανομούστακος, ον (Μ) σκωπτικό επίθ. για τη γενειάδα («κλανομούστακον γενειάδα», Σπανός). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλάνω + μούστακος (< μουστάκι), πρβλ. αγριο μούστακος, ξανθο μούστακος] …   Dictionary of Greek

  • κυανοπώγων — ο 1. αυτός που έχει μαύρη γενειάδα 2. προσωνυμία τού Λανδρύ, τού Γάλλου δολοφόνου, ο οποίος παντρευόταν τα θύματά του, τά δολοφονούσε και τά εξαφάνιζε. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + πώγων «γενειάδα» (πρβλ. τραγο πώγων). Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν …   Dictionary of Greek

  • μακροπώγων — ο (Α μακροπώγων, ωνος) αυτός που έχει μακριά γενειάδα, μακρογένης αρχ. (στον πληθ. ως κύριο όν.) oἱ Μακροπώγωνες ονομασία αρχαίας φυλής («μετὰ δὲ ταύτην Ἀχαιοὶ καὶ Ζυγοὶ καὶ Ἡνίοχοι Κερκέται τε καὶ Μακροπώγωνες», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) *… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλοπώγων — μεγαλοπώγων, ωνος, ὁ (Μ) αυτός που έχει μεγάλη γενειάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + πώγων «γενειάδα» (πρβλ. δασυ πώγων, μακρο πώγων)] …   Dictionary of Greek

  • μελανοπώγων — μελανοπώγων, ὁ (Μ) αυτός που έχει μαύρη γενειάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + πώγων «γενειάδα» (πρβλ. κυανο πώγων)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”